- σκαλάθυρμα
- το, ΝΑ [σκαλαθύρω]νεοελλ.μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργοαρχ.σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαλαθύρματα — σκαλάθυρμα trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαθυρμάτιον — τὸ, Α [σκαλάθυρμα, ύρματος] (με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία … Dictionary of Greek
σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* … Dictionary of Greek